φλεγμονώδης — like an inflamed tumour masc/fem acc pl (attic epic doric) φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμονώδει — φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem/neut dat sg φλεγμονώδεϊ , φλεγμονώδης like an inflamed tumour dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμονώδη — φλεγμονώδης like an inflamed tumour neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμονῶδες — φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem voc sg φλεγμονώδης like an inflamed tumour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγμονώδεις — φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem acc pl φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά … Dictionary of Greek
πνευμονία — Φλεγμονώδης διεργασία του πνεύμονα. Οξείες φλεγμονώδεις διεργασίες του πνεύμονα, υπάρχουν σε πολυάριθμες μορφές, που διαφέρουν ως προς τον παθογόνο παράγοντα, την έκταση της διεργασίας, το παθολογοανατομικό υπόστρωμα και την εξέλιξή του.… … Dictionary of Greek
ψευδάνθρακας — Φλεγμονώδης δερματοπάθεια, που οφείλεται συνήθως στην ταυτόχρονη ανάπτυξη και συνένωση πολλών δοθιηνών. Παθογόνο αίτιο του ψ. είναι ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος και σπανιότερα ο στρεπτόκοκκος, που εισχωρεί στο δέρμα από τον θύλακο των τριχών ή τους… … Dictionary of Greek
αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα — Φλεγμονώδης νόσος που προσβάλλει τις αρθρώσεις της σπονδυλικής στήλης και τις γειτονικές δομές … Dictionary of Greek
φλεγμονωδέστεροι — φλεγμονώδης like an inflamed tumour masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)